- ανεμόεις
- ἀνεμόεις, -εσσα, -εν (δωρ. τ. αντί ἠνεμόεις) (Α)1. προσβαλλόμενος από τον άνεμο, ανεμοδαρμένος2. γρήγορος σαν τον άνεμο3. ψηλός, υψιπετής («ἀνεμόεν φρόνημα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνεμόεις — ἀ̱νεμόεις , ἠνεμόεις windy masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηνεμόεις — ἠνεμόεις, δωρ. τ. ἀνεμόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που προσβάλλεται από τους ανέμους («δι ἄκριας ἠνεμοέσσας», Ομ. Οδ.) 2. (για ιστίο) αυτός που φουσκώνει από τον αέρα 3. (για κίνηση) ορμητικός, σφοδρός 4. γρήγορος σαν τον άνεμο («λαγωὸς ἠνεμόεις» … Dictionary of Greek
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek